χυτρίς — και χυθρίς, γεν. ίδος και ῑδος, ἡ, Α 1. μικρή χύτρα 2. ποτήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς). Ο τ. χυθρίς με αφομοιωτική τροπή τού τ σε θ ] … Dictionary of Greek
χυτρίδα — χυτρίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτρίδας — χυτρίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτρίδες — χυτρίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτρίδι — χυτρίς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτρίδος — χυτρίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτρίδων — χυτρίς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυθρίς — ἡ, Α βλ. χυτρίς … Dictionary of Greek
ՊՈՒՏՈՒԿ — (տկի, կաց, եւ տկունք, տկանց.) NBH 2 0660 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c, 13c գ. χυτρίς, χυτρίον ollula. Պոյտն փոքրիկ, խէցէղեն կամ պղնձի. պըտուկ. ... *Ետ հրաման՝ երկաթի պուտկօք հալել կապար. Ագաթ.: *Գտին կուժ մի ջրով, եւ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)